σκηνοποιῷ

σκηνοποιῷ
σκηνοποιός
tentmaker
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκηνοποιώ — έω, Α [σκηνοποιός (Ι)] 1. κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα 2. κάνω κάτι ορατό, ευδιάκριτο, πασιφανές («οὐ χρυσὸς ἐκείνην ἐκόσμησε τέχνῃ πονηθεὶς... οὐ... βοστρύχων ἕλικες καὶ σοφίσματα σκηνοποιούντων τὴν τιμίαν κεφαλὴν ἀτιμότατα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • σκανοπαγούμαι — έομαι, Α κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα, σκηνοποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκανά, δωρ. τ. τού σκηνή + παγοῦμαι (< θ. παγ τού πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”